εξαυτόν

εξαυτόν
(Μ) ἐξαυτόν (μου, σου κ.λπ.)
1. από μένα, εκ μέρους μου
2. εξαιτίας μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφ. τής προθ. εκ και τής αιτιατ. τής αντων. αυτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”